θαμνοφάγος

θαμνοφάγος
θαμνοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει θάμνους («θαμνοφάγα ζῷα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -φαγος < θ. φαγ- (πρβλ. έφαγον) τού εσθίω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαμνοφάγα — θαμνοφάγος eating shrubs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”